διαπορεύομαι

διαπορεύομαι
+ V 2-11-10-14-6=43 Nm 11,8; 31,23; Jos 15,3; JgsA 9,25; 1 Sm 12,2
to pass across or through [abs.] Nm 11,8; to go through [τι] 2 Chr 7,21; to go through [διά τινος] Nm 31,23
διαπορευόμενοι πόλιν ἐκ πόλεως going through from city to city 2 Chr 30,10
*1 Sm 29,3 διαπορευόμενοι the passers-by-ִרים ְב ָהעֹ
Cf. HELBING 1928, 81

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαπορεύομαι — (Α διαπορεύομαι) 1. βαδίζω κάπου περνώντας μέσα από κάποιον τόπο 2. μτφ. περνώ τη ζωή μου, διανύω, διαβιώ 3. εκτελώ 4. αφηγούμαι με λεπτομέρεια, διηγούμαι καταλεπτώς …   Dictionary of Greek

  • οιμητεύω — οἰμητεύω (Μ) οδεύω διά μέσου, διαπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶμος «δρόμος, οδός» κατά τα ρήματα σε ητ εύω (πρβλ. γυμνητ εύω, κοσμητ εύω)] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπορεύομαι — Μ διαβαίνω μια περιοχή μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπορεύομαι «περνώ μέσα από έναν τόπο»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՑԱՆԵՄ — (ցի, անց.) NBH 1 0248 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c չ. διαβαίνω, διαπορεύομαι, διέρχομαι , παράγω, παροδεύω, διαπεράω եւն. transeo, pertranseo, trajicio, transmeo Խաղալ՝ գնալ՝ փոխիլ՝ տեղւոջէ ʼի տեղի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԱՀԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0687 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 14c ձ. διέρχομαι, διαπορεύομαι, περιφέρομαι , σαλεύομαι transeo, dimoveor, agitor ῤέω fluo ἑκρέω effluo. Քերել անցանել. յածիլ, թափառիլ, շարժլիլ. տարուբերիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”